- υστεραλγής
- -ές / ὑοτεραλγής, -ές, ΝΜΑαυτός που έχει ή προκαλεί πόνους στην υστέρα, δηλαδή στη μήτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστέρα «μήτρα» + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ-αλγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑστεραλγές — ὑστεραλγής causing pains in the womb masc/fem voc sg ὑστεραλγής causing pains in the womb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστεραλγία — η / ὑστεραλγία, ΝΜΑ [ὑστεραλγής] νευραλγία τής μήτρας νεοελλ. οι μετά την έξοδο τού εμβρύου πόνοι τής μήτρας … Dictionary of Greek